μονογραφή

μονογραφή
η
υπογραφή με τα αρχικά γράμματα του ονοματεπώνυμου του ατόμου που υπογράφει: Ο ζωγράφος έβαζε τη μονογραφή του στους πίνακες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονογραφή — η συντετμημένη υπογραφή η οποία αποτελείται από τα αρχικά μόνο στοιχεία τού ονοματεπωνύμου εκείνου ο οποίος υπογράφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονογράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • μονογραφώ — μονογράφησα, μονογραφήθηκα, μονογραφημένος, βάζω τη μονογραφή μου, υπογράφω με τη μονογραφή μου: Μονογραφήθηκαν τα έγγραφα από τον πρόεδρο του ιδρύματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονογραφώ — και μονογράφω υπογράφω με τη μονογραφή μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • συνθήκη — Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη… …   Dictionary of Greek

  • τζίφρα — και τσίφρα, η, Ν υπογραφή, μονογραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. cifra < αραβ. cifr «μηδέν»] …   Dictionary of Greek

  • αμονογράφητος — η, ο αυτός που δεν έχει τη μονογραφή του αρμόδιου υπαλλήλου ή εκείνων που κάνουν κάποια συμφωνία: Η σύμβαση έχει ετοιμαστεί, είναι όμως ακόμη αμονογράφητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τζίφρα — η (λ. λατ.), υπογραφή, μονογραφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”